ΟΓΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗ
Ο προστάτης είναι ένας αδένας ο οποίος αποτελεί τμήμα του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος. Έχει το μέγεθος και το σχήμα ενός κάστανου και βρίσκεται κάτω από την ουροδόχο κύστη, περιβάλλοντας την ουρήθρα .Παραγει ένα ένζυμο το οποίο αποκαλείται ειδικό προστατικό αντιγόνο (PSA) συμβάλλοντας στην ρευστοποίηση του σπέρματος. Αυτό ακριβώς το ένζυμο, όταν μετρηθεί ποσοτικά στο αίμα, μπορεί να κατευθύνει τη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη.
Ο καρκίνος του προστάτη είναι ο συχνότερος καρκίνος που συναντάται στους άνδρες. Στην παρούσα χρονική στιγμή, ο καρκίνος του προστάτη θεωρείται ένα πολυπαραγοντικό νόσημα το οποίο οφείλεται τόσο σε κληρονομικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους όσο και στον τρόπο ζωής των ατόμων.
Συγκεκριμένοι παράγοντες έχουν συσχετιστεί με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του προστάτη:
- Ηλικία: Η ηλικία είναι ο σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του προστάτη. Συνήθως στην Ευρώπη, ο καρκίνος του προστάτη διαγιγνώσκεται σε άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών. Παρόλα αυτά, άνδρες μικρότερης ηλικίας μπορούν επίσης να διαγνωστούν με καρκίνο του προστάτη.
- Εθνικότητα: Άνδρες Αφροαμερικανικής καταγωγής έχουν διπλάσια πιθανότητα να διαγνωστούν με καρκίνο του προστάτη σε σχέση με λευκούς άνδρες. Οι ακριβείς λόγοι αυτής της διαφοροποίησης δεν είναι γνωστοί.
- Οικογενειακό ιστορικό: Σε άνδρες που έχουν στην οικογένειά τους συγγενείς πρώτου βαθμού (πατέρα, αδερφό, υιό) που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο του προστάτη, η επίπτωση του καρκίνου του προστάτη είναι μεγαλύτερη. Η ύπαρξη στην οικογένεια περιστατικών καρκίνου του μαστού, των ωοθηκών και του παγκρέατος μπορεί επίσης να συσχετιστεί με τον καρκίνο του προστάτη.
- Διατροφή και παχυσαρκία: Η σημασία μιας ισορροπημένης δίαιτας σε συνδυασμό με την τακτική σωματική άσκηση στην εξασφάλιση της της υγείας είναι ευρέως γνωστή. Οι άντρες που είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι είναι πολύ πιθανό ότι έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη.
Οι trans γυναίκες καθώς και τα μη-δυαδικά άτομα που έχουν στην γέννα κατοχυρωθεί ως άνδρες, έχουν επίσης προστάτη αδένα. Με την πραγματοποίηση επανορθωτικών επεμβάσεων κι επεμβάσεων καθορισμού φύλου, μπορεί ορισμένα άτομα να έχουν αλλάξει την αντρική ανατομία σε γυναικεία, αφαιρώντας το πέος και τους όρχεις. Ο προστάτης αδένας, ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει και τα άτομα αυτά μπορούν επίσης να προσβληθούν από καρκίνο του προστάτη. Η λήψη ορμονών ή αντιανδρογόνων μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη, μειώνοντας τα κυκλοφορόντα επίπεδα τεστοστερόνης, ωστόσο δεν μπορεί να τον εξαλείψει. Είναι πολύ σημαντικό, όσο άβολη κι αν είναι η συζήτηση αυτή, τα άτομα αυτά να υποβάλλονται σε έλεγχο του προστάτη αδένα, εφόσον υπάρχει οποιαδήποτε ανησυχία ή ένδειξη παθολογίας.
Επειδή κατά τα αρχικά στάδια ο καρκίνος του προστάτη κάνει την εμφάνισή του συνήθως ασυμπτωματικά, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη ετήσιου προληπτικού ελέγχου. Σε πιο προχωρημένα στάδια ο καρκίνος του προστάτη μπορεί να δώσει συμπτώματα όπως:
- Δυσκολία στην ούρηση.
- Μία ασθενέστερη ακτίνα ούρησης.
- Αίμα στα ούρα ή το σπέρμα.
- Πόνο στα οστά (ιδίως στη μέση).
- Απώλεια βάρους και κόπωση.
- Ακράτεια ούρων (απώλεια ούρων χωρίς τη θέληση του ατόμου).
- Στυτική δυσλειτουργία (προβλήματα στην επίτευξη και τη διατήρηση της στύσης).
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εμφάνιση ενός ή συνδυασμού αυτών των συμπτωμάτων, οφείλουν να κινητοποιήσουν άμεσα τον ασθενή στην αναζήτηση ιατρικής βοήθειας.
Το στάδιο είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται προκειμένου να καθορίσει το μέγεθος του όγκου και το πόσο έχει εξαπλωθεί. Ένας απλός τρόπος να κατανοήσουμε τα διαφορετικά στάδια της νόσου είναι χρησιμοποιώντας αριθμούς από το 1 μέχρι το 4. Έτσι τα στάδια 1 και 2 αντιστοιχούν σε πρώιμη τοπική νόσο, ενώ τα στάδια 3 και 4 αντιστοιχούν σε τοπικά εκτεταμένη νόσο.
Στην τοπική νόσο ο καρκίνος περιορίζεται εντός του προστάτη αδένα.
Στην τοπικά εκτεταμένη νόσο, ο καρκίνος «σπάει» την κάψα του προστάτη, το περίβλημα δηλαδή που περιβάλλει τον προστάτη αδένα, κι επεκτείνεται έξω από αυτόν.
Στη μεταστατική νόσο, ο καρκίνος έχει επεκταθεί μέσω των αιμοφόρων αγγείων ή/και των λεμφαγγείων στους λεμφαδένες, στα οστά αλλά και σε όργανα όπως είναι το ήπαρ, οι πνεύμονες κι ο εγκέφαλος.
Ο πιο συχνός τρόπος διαβάθμισης του βαθμού κακοήθειας είναι μέσω ενός Score που χρησιμοποιείται ευρέως, το Gleason Score. Όσο μεγαλύτερο το Gleason Score, τόσο πιο γρήγορη η εξέλιξη της νόσου κι αντίστροφα.
Η θεραπεία για τον καρκίνο του προστάτη θα στηριχτεί σε πολλές παραμέτρους, όπως είναι το στάδιο κι η έκταση της νόσου, η ηλικία κι η γενικότερη κατάσταση του ασθενούς, αλλά κι η προσωπική επιθυμία του ασθενούς
Η έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη είναι σήμερα εφικτή, μέσα από τον ετήσιο προληπτικό έλεγχο.
Έτσι, στους περισσότερους ασθενείς, ο καρκίνος του προστάτη διαγιγνώσκεται όταν είναι εντοπισμένος, πριν δηλαδή δώσει μεταστάσεις.
Η ενεργός παρακολούθηση σημαίνει τακτικό έλεγχο (για παράδειγμα κάθε 3 με 6 μήνες), μέσω δακτυλικής εξέτασης, μέτρησης του PSA, μαγνητικών (MRI) ή κι επαναλαμβανόμενων βιοψιών. Βασίζεται στην αργή εξέλιξη του καρκίνου του προστάτη. Γίνεται σε χαμηλού κινδύνου καρκίνους που βρίσκονται σε αρχικό στάδιο. Αν οι εξετάσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της παρακολούθησης δείξουν ότι ο καρκίνος επεκτείνεται η αλλάζει, θα χρειαστεί μία ριζική θεραπεία, όπως χειρουργική επέμβαση, με απώτερο σκοπό την ίαση.
Σκοπός της παρακολούθησης είναι να αποφευχθούν οι παρενέργειες της θεραπείας. Εφαρμόζεται κυρίως σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας ή/και με συννοσηρότητες που έχουν είτε μικρούς όγκους οι οποίοι δεν είναι πολύ επιθετικοί είτε έχουν μικρό προσδόκιμο επιβίωσης λόγω άλλων σοβαρών προβλημάτων υγείας.
Η ριζική προστατεκτομή είναι η ενδεδειγμένη μορφή θεραπείας για τοπικό ή τοπικά εκτεταμένο καρκίνο του προστάτη σε ασθενείς με προσδόκιμο επιβίωσης μεγαλύτερο από 10 χρόνια. Συνιστάται στη χειρουργική αφαίρεση του προστάτη αδένα μαζί με τις σπερματοδόχους κύστες . (Σε κάποιες περιπτώσεις είναι απαραίτητο να αφαιρεθούν κι οι λεφαδένες (λεμφαδενεκτομή).
Η ριζική προστατεκτομή μπορεί να διενεργηθεί είτε ανοιχτά είτε ενδοσκοπικά, δηλαδή λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά. Με τις ενδοσκοπικές τεχνικές, τα χειρουργικά εργαλεία εισάγονται στην κοιλιά μέσω μικρών οπών κι έτσι αποφεύγεται η διενέργεια μιας μεγαλύτερης τομής. Οι ενδοσκοπικές μέθοδοι, δηλαδή η λαπαροσκοπική και η ρομποτική τεχνική, συνδέονται με βραχύτερη νοσηλεία, λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο και μικρότερη διεγχειρητικά απώλεια αίματος, με αποτέλεσμα να μειώνεται κι η πιθανότητα μετάγγισης.
Δύο πολύ συχνές επιπλοκές που εμφανίζονται μετά τη ριζική προστατεκτομή είναι η ακράτεια ούρων κι η στυτική δυσλειτουργία. Η εγκράτεια κι η στύση, είναι πολύ πιθανό να επηρεαστούν βραχυπρόθεσμα ή και μακροπρόθεσμα μετά το χειρουργείο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών θα συναντήσει δυσκολίες στη στύση μετά το χειρουργείο , ενώ όλοι δεν θα έχουν εκσπερμάτιση, αφού έχουν αφαιρεθεί τα βασικά όργανα που παράγουν το σπέρμα. Διατηρείται όμως η ερωτική επιθυμία και ξηρός οργασμός χωρίς εκσπερμάτιση.
Κάποιοι ασθενείς θα έχουν απώλεια ούρων (ακράτεια) μετά το χειρουργείο (μετά την αφαίρεση του καθετήρα), ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες. Η εγκράτεια σε αυτούς τους ασθενείς ενδέχεται να επανέλθει σε λίγο καιρό, ενώ σε άλλους ασθενείς μπορεί να παραμείνει.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι ακόμη και για τις πιο ανθεκτικές μορφές στυτικής δυσλειτουργίας κι ακράτειας μετά τη ριζική προστατεκτομή υπάρχουν αποτελεσματικές λύσεις.
Η ακτινοθεραπεία χρησιμοποιεί ακτινοβολία (ακτίνες Χ) υψηλής ενέργειας προκειμένου να καταστρέψει τα καρκινικά κύτταρα. Διακρίνεται στην εξωτερική και στη βραχυθεραπεία:
- Εξωτερική ακτινοθεραπεία: Πραγματοποιείται από ακτινοθεραπευτές και στηρίζεται σε προγραμματισμένα ημερήσια ραντεβού για περίοδο 7-9 εβδομάδων. Συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες (π.χ. ορμονοθεραπεία).
- Βραχυθεραπεία: Η μέθοδος συνιστάται στην εμφύτευση ραδιενεργών σπόρων με γενική αναισθησία στον προστάτη, με τη βοήθεια του διορθικού υπερήχου. Η ακτινοβολία απελευθερώνεται αργά από τους σπόρους για μερικούς μήνες. Μετά τη βραχυθεραπεία κάποιοι ασθενείς ενδέχεται να αντιμετωπίσουν προβλήματα με την ούρηση και τη στύση.
Η τεστοστερόνη βοηθάει τον καρκίνο του προστάτη να εξαπλωθεί. Έτσι, ο πιο κοινός τρόπος να ελεγχθεί η ποσότητα της τεστοστερόνης που κυκλοφορεί στον οργανισμό είναι η ορμονοθεραπεία.
Μερικοί ασθενείς μπορεί να ακολουθήσουν ορμονοθεραπεία πριν, κατά τη διάρκεια, ή μετά την ακτινοθεραπεία ή τη χημειοθεραπεία. Άλλοι ασθενείς μπορεί να ακολουθήσουν μόνο ορμονοθεραπεία. Χρησιμοποιείται για όλα τα στάδια του καρκίνου του προστάτη, αλλά συνιστά την κύρια θεραπεία σε περιπτώσεις προχωρημένου καρκίνου του προστάτη.
Η χημειοθεραπεία προσφέρεται συνήθως σε ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με προχωρημένο καρκίνο του προστάτη και βρίσκονται σε καλή γενική κατάσταση, ώστε να μπορούν να ανεχτούν τη θεραπεία. Η χημειοθεραπεία δεν προσφέρει ίαση, αλλά μπορεί να κρατήσει τον καρκίνο «υπό έλεγχο» και να παρατείνει την επιβίωση, προσφέροντας παράλληλα ανακούφιση από τον πόνο.
Σε προχωρημένα στάδια καρκίνου του προστάτη ο γιατρός σας μπορεί να συστήσει την ανακουφιστική ή υποστηρικτική φροντίδα. Σκοπός της είναι να σας βοηθήσει να ανεχτείτε τον πόνο και τα ενοχλητικά συμπτώματα καθώς και να διαχειριστείτε τα συναισθήματά σας, παρέχοντας παράλληλα υποστήριξη στην οικογένειά σας και τον περίγυρό σας.

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΝΕΦΡΟΥ
Οι νεφροί είναι δύο όργανα που βρίσκονται στα πλάγια της σπονδυλικής στήλης και συμμετέχουν σε πολλές λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος, Καρκίνος του νεφρού ονομάζεται μια ομάδα όγκων του οργάνου που χαρακτηρίζονται από αυξημένο και ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό κακοήθων κυττάρων.
Ο καρκίνος του νεφρού είναι σχετικά σπάνιος, Ωστόσο η ευρεία χρήση των απεικονιστικών μεθόδων (υπερηχογράφημα, αξονική τομογραφία) έχει οδηγήσει στην ανίχνευση περισσότερων όγκων σε πιο αρχικό στάδιο, αυξάνοντας έτσι τα ποσοστά επιβίωσης της νόσου. Η νόσος εμφανίζεται πιο συχνά στους άντρες απ’ ότι στις γυναίκες, ενώ η μέση ηλικία διάγνωσης είναι μεταξύ 60 και 70 ετών.
Η νόσος φαίνεται να σχετίζεται συχνότερα με:
- Κάπνισμα.
- Παχυσαρκία.
- Συγγένεια πρώτου βαθμού με άτομο με νεφρικό καρκίνωμα ή με αυξημένη αρτηριακή πίεση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο καρκίνος του νεφρού είναι ασυμπτωματικός και ανακαλύπτεται τυχαία. Περίπου 1 στους 10 ασθενείς μπορεί να εμφανίσει συμπτώματα όπως πόνο στην πλάτη ή στη πλάγια κοιλιακή χώρα, ψηλαφητό μόρφωμα στην κοιλιά ή αίμα στα ούρα. Σε περιπτώσεις, όπου ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί, μπορεί να υπάρχουν συμπτώματα από άλλα μέρη του σώματος, όπως πόνος στα οστά ή επίμονος βήχας.
Η εντόπιση κάποιας ύποπτης βλάβης (συνήθως σε υπέρηχο / αξονική τομογραφία) ακολουθείται από:
— Λήψη ατομικού ιστορικού και κλινική εξέταση από τον ουρολόγο.
— Διενέργεια σταδιοποίησης με αξονική τομογραφία κοιλίας και θώρακα.
— Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μαγνητική τομογραφία.
— Εξέταση αίματος/ούρων.
—
Με το σύνολο αυτό των εξετάσεων ο ουρολόγος θα έχει μια συνολική εικόνα της νόσου και θα μπορέσει να
προβεί στον προσδιορισμού του σταδίου της, που είναι αυτό που θα καθορίσει και το είδος της θεραπευτικής
προσέγγισης σε κάθε ασθενή.
Μόνο σε συγκεκριμένους ασθενείς έχει ένδειξη η βιοψία του νεφρού. Ενδείκνυται σε:
- Μικρούς όγκους που αντιμετωπίζονται με ενεργό παρακολούθηση (active surveillance)
- Όγκους που πρόκειται να αντιμετωπιστούν με κρυοθεραπεία ή εξάχνωση με ραδιοσυχνότητες (RF)
- Μεταστατικούς όγκους που απαιτείται ιστολογική επιβεβαίωση.
Η χειρουργική αντιμετώπιση του όγκου με μερική ή ριζική νεφρεκτομή
αποτελεί τη βασική θεραπευτική προσέγγιση για την πλειοψηφία των
ασθενών.
Αυτές οι επεμβάσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν είτε ανοικτά είτε με τη
λαπαροσκοπική/ρομποτική μέθοδο. Η επιλογήμεταξύ ριζικής ή μερικής νεφρεκτομής
εξαρτάται κυρίως από το μέγεθος και τη θέση του όγκου.
Στη μερική νεφρεκτομή αφαιρείται μόνο ο όγκος, ενώ ο υπόλοιπος υγιής νεφρός
παραμένει στη θέση του.
Μετά την αρχική θεραπεία για τον καρκίνο του νεφρού, θα πρέπει ο ασθενής να εντάσσεται σε πρόγραμμα
πρακολούθησης με βάση συγκεκριμένο ιατρικό πρωτόκολλο.
Το πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνει κλινική εξέταση, εξετάσεις αίματος, και αξονική τομογραφία κοιλίας και
θώρακα.
Μετά τη ριζική αφαίρεση του νεφρού απαιτείται στενή παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας. Υπό φυσιολογικές συνθήκες ο εναπομείναντας νεφρός αναλαμβάνει πλήρως τη λειτουργικότητα αυτού που αφαιρέθηκε και ο ασθενής έχει φυσιολογική νεφρική λειτουργία.
Οι πιο συχνές θέσεις μετάστασης από καρκίνο του νεφρού είναι οι πνεύμονες, τα οστά, οι λεμφαδένες και ο εγκέφαλος. Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων στην αντιμετώπιση της μεταστατικής νόσου είναι ραγδαίες με την εφαρμογή νεότερων θεραπειών (πχ ανοσοθεραπεία)

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΟΡΧΕΩΣ
Σχεδόν όλοι οι τύποι καρκίνου του όρχεως προέρχονται από τα γεννητικά κύτταρα, δηλαδή τα κύτταρα που συμμετέχουν στην παραγωγή των σπερματοζωαρίων. Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες καρκίνου των όρχεων:
- Σεμινώματα: Μπορούν να αναπτυχθούν σε οποιαδήποτε ηλικία, είναι λιγότερο επιθετικοί από τους μη-σεμινωματώδεις.
- Μη σεμινωματώδεις όγκοι: Εμφανίζονται συχνότερα σε νεότερους άντρες, αναπτύσσονται και εξαπλώνονται γρήγορα.
Ο καρκίνος των όρχεων είναι σχετικά σπάνιος, ωστόσο είναι ο συχνότερος καρκίνος των αντρών ηλικίας 15 – 35 ετών.
- Ηλικία 18 – 35 ετών
- Ιστορικό κρυψορχίας
- Μη φυσιολογική ανάπτυξη των όρχεων
- Υποσπαδίας
- Οικογενειακό ιστορικό
- Παρουσία καρκίνου στον άλλο όρχι
Δεν υπάρχει τρόπος να προληφθεί ο καρκίνος των όρχεων, ωστόσο είναι δυνατή η διάγνωσή του σε αρχικό στάδιο κι αυτό είναι εφικτό με την τακτική αυτοεξέταση.
Συνήθως ο καρκίνος του όρχεως ανακαλύπτεται από τον ίδιο τον ασθενή, ο οποίος ψηλαφά τυχαία ή κατά τη διάρκεια αυτοεξέτασης κάποια σκληρία επάνω στον όρχι. Συνήθως ο καρκίνος του όρχεως είναι ανώδυνος και δεν εμφανίζει κανένα σύμπτωμα.
Αφού εντοπιστεί κάποια σκληρία από τον ιατρό κατά την κλινική εξέταση, συστήνεται περαιτέρω εργαστηριακός και απεικονιστικός έλεγχος:
- Υπερηχογράφημα
- Εξετάσεις αίματος: Οι καρκινικοί δείκτες είναι ουσιές που εμφανίζονται φυσιολογικά στο αίμα, αλλά αυξάνονται σε ορισμένες καταστάσεις, όπως ο καρκίνος των όρχεων.
- Εάν επιβεβαιωθεί η παρουσία καρκίνου στον όρχι συστήνεται αξονική τομογραφία κοιλίας ή/και θώρακος
- Η διαδικασία αυτή λέγεται σταδιοποίηση και είναι αυτή που θα καθορίσει και το είδος της θεραπευτικής προσέγγισης σε κάθε ασθενή.
Ο καρκίνος του όρχεως είναι μία από τις πλέον ιάσιμες μορφές καρκίνου. Οι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν τη χειρουργική επέμβαση, τη χημειοθεραπεία, την
ακτινοθεραπεία, καθώς και το συνδυασμό αυτών των θεραπειών.
Χειρουργική επέμβαση
Η χειρουργική αφαίρεση του όρχεως (ορχεκτομή) αποτελεί τη βασική θεραπεία για όλους τους τύπους και όλα τα στάδια του καρκίνου των όρχεων. Κατά την ορχεκτομή γίνεται μία τομή στη βουβωνική χώρα, μέσω της οποίας ο χειρουργός εξάγει ολόκληρο τον όρχι.. Στον ίδιο χρόνο μπορεί να τοποθετηθεί ένας ψεύτικος όρχις (ορχικό ένθεμα) συνήθως από σιλικόνη για λόγους αισθητικής.
Χημειοθεραπεία
Κατά τη χημειοθεραπεία χορηγούνται φάρμακα που σκοτώνουν τα καρκινικά κύτταρα ή σταματούν τον πολλαπλασιασμό τους.
Ακτινοθεραπεία
Η ακτινοθεραπεία είναι ένα είδος θεραπείας που χρησιμοποιεί δέσμες ενέργειας υψηλής ισύος για να καταστρέψει τα καρκινικά κύτταρα. Η ακτινοθεραπεία έχει θέση κάποιες φορές σε ασθενείς με σεμινωματώδεις τύπους καρκίνου των όρχεων.
Μετά την αρχική θεραπεία για τον καρκίνο του όρχι, θα πρέπει ο ασθενής να εντάσσεται σε πρόγραμμα πρακολούθησης με βάση συγκεκριμένο ιατρικό πρωτόκολλο, για να διαπιστωθεί πρώιμα τυχόν επανεμφάνιση του καρκίνου. Το πρόγραμμα αυτό περιλμβάνει κλινική εξέταση, εξετάσεις αίματος ακτινογραφία θώρακος ή
αξονική τομογραφία.
Η αφαίρεση του ενός όρχεως και εφόσον ο άλλος είναι φυσιολογικός, δεν επηρεάζει τη σεξουαλική ζωή, τη στύση και την επιθυμία (libido) του ασθενή. Η γονιμότητα, όμως, φαίνεται πως επηρεάζεται μετά τη θεραπεία του καρκίνου του όρχεως. Τόσο η χημειοθεραπεία, όσο και η ακτινοθεραπεία μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη γονιμότητα, αλλά σε πολλούς ασθενείς η γονιμότητα επιστρέφει στο φυσιολογικό 1 – 4 χρόνια μετά τη χημειοθεραπεία/ακτινοθεραπεία. Σε όλους τους ασθενείς θα πρέπει να συστήνεται η κρυοσυντήρηση σπέρματος πριν από τη θεραπεία για τον καρκίνο του όρχεως.

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα για πολλούς ανθρώπους στην κοινωνία μας και για το σύστημα υγείας
Ο πιο σημαντικός προδιαθεσικός παράγοντας για την εμφάνιση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι το κάπνισμα. Επίσης, στα πλαίσια του επαγγέλματός τους πολλοί άνθρωποι εκτίθενται σε χημικές ουσίες όπως οι αρωματικές αμίνες, αρωματικοί και χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες που συμβάλλουν στην εμφάνιση περίπου του 10% των περιπτώσεων καρκίνου της κύστης. Άλλοι παράγοντες που είναι πιθανό να προδιαθέσουν είναι η ύπαρξη αρσενικού στο νερό που πίνουμε και η χλωρίωση αυτού, ο τρόπος διατροφής μας, η έκθεση σε ιοντίζουσα ακτινοβολία και μία λοίμωξη από ένα παράσιτο που λέγεται σχιστοσωμίαση.
Το πιο συχνό εύρημα στον καρκίνο της ουροδόχου κύστης είναι η αιματουρία, δηλαδή η παρουσία αίματος στα ούρα. Το σύμπτωμα αυτό στον καρκίνο της ουροδόχου κύστης δεν συνοδεύεται από πόνο. Επομένως, κάθε περίπτωση ανώδυνης αιματουρίας, μικροσκοπικής ή μακροσκοπικής, θεωρείται καρκίνος της ουροδόχου κύστης μέχρι απόδειξης του εναντίου.
Υπάρχουν αρκετές καταστάσεις και παθήσεις που χρωματίζουν κόκκινα τα ούρα ή παρουσιάζουν αιματουρία, αλλά δεν σχετίζονται με τον καρκίνο. Παρ όλα αυτά, πάντα πρέπει να γίνεται διερεύνηση για τον αποκλεισμό της παρουσίας κακοήθειας.
Αν κάποιος εμφανίσει συμπτώματα που καθιστούν ύποπτο τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι να επισκεφθεί άμεσα τον Ουρολόγο του.
Χρήσιμες απεικονιστικές εξετάσεις στην αρχική διερεύνηση ενός ασθενούς με υποψία καρκίνου στην ουροδόχο κύστη είναι η αξονική ουρογραφία (μια αξονική τομογραφία με εστίαση στο ουροποιητικό σύστημα) και ο υπέρηχος της ουροδόχου κύστης. Αυτές οι εξετάσεις μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε την ύπαρξη όγκων στο ουροποιητικό σύστημα, όπως έναν όγκο στο εσωτερικό της ουροδόχου κύστης.
Μια άλλη μέθοδος που μας βοηθάει να εντοπίσουμε μία κακοήθεια στην κύστη είναι η κυτταρολογική ανάλυση των ούρων. Η εξέταση αυτή μελετάει πρακτικά την ύπαρξη καρκινικών κυττάρων στα ούρα που δίνει ο ασθενής, πράγμα που μπορεί να μας κατευθύνει στην διάγνωση καρκίνου στην οδό του ουροποιητικού συστήματος.
Μία εξέταση που πρέπει να πραγματοποιηθεί σε κάθε ασθενή με συμπτώματα συνηγορητικά καρκίνου στην ουροδόχο κύστη είναι η κυστεοσκόπηση.
Στην εξέταση αυτή ο Ουρολόγος, αφού εισάγει στην ουρήθρα αναισθητικό-λιπαντικό gel, προωθεί μέσω της ουρήθρας στην ουροδόχο κύστη ένα λεπτό σωλήνα με μία κάμερα στην άκρη του. Η εξέταση αυτή είναι βασικός πυλώνας στην διάγνωση του καρκίνου της κύστης, δεδομένου ότι επιτρέπει στον ιατρό να πραγματοποιήσει υπό άμεση όραση έλεγχο του εσωτερικού της ουροδόχου κύστης.
Η λήψη βιοψιών μας φανερώνει σε τι βάθος του τοιχώματος της κύστης έχει εισχωρήσει η κακοήθεια. Μία πληροφορία που είναι ιδιαίτερης σημασίας για την θεραπευτική προσέγγιση του ασθενούς είναι να καθοριστεί αν ο καρκίνος διηθεί ή όχι το μυϊκό τοίχωμα της κύστης.
Έτσι προκύπτουν δύο μεγάλες κατηγορίες καρκίνων της ουροδόχου κύστης, ο μη-μυοδιηθητικός, δηλαδή όταν ο όγκος δεν διηθεί το μυϊκό τοίχωμα, και ο μυοδιηθητικός, όταν ο όγκος διηθεί το μυϊκό τοίχωμα.
Υπάρχουν διάφορες θεραπευτικές μέθοδοι, οι οποίες συχνά, ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να συνδυάζονται.
Μη-μυοδιηθητικός καρκίνος της ουροδόχου κύστης:
- Διουρηθρική εκτομή όγκου κύστης – Transurethral resection of bladder tumour (TURBT): Αποτελεί την πρώτη θεραπευτική αντιμετώπιση των όγκων αυτής της κατηγορίας. O Ουρολόγος, έχοντας προωθήσει μέσω της ουρήθρας το κυστεοσκόπιο στην κύστη και χρησιμοποιώντας ειδικά εργαλεία, μπορεί να αφαιρέσει τον όγκο από το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης.
- Ενδοκυστικές εγχύσεις φαρμακευτικών ουσιών: Μετά από την διουρηθρική εκτομή του όγκου, υπάρχει μία πιθανότητα η νόσος να υποτρέψει, δηλαδή να ξαναεμφανιστεί ή να μεταβεί σε πιο προχωρημένο στάδιο. Για να μειωθεί η πιθανότητα αυτή, σε ορισμένους ασθενείς μετά από το χειρουργείο πρέπει να γίνουν συμπληρωματικές εγχύσεις φαρμακευτικών ουσιών με ένα καθετήρα μέσα στην κύστη, σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Υπάρχουν συγκεκριμένα πρωτόκολλα που καθορίζουν ποιοι ασθενείς χρειάζονται τις εγχύσεις αυτές και κάθε πότε πρέπει να πραγματοποιούνται.
Μυοδιηθητικός καρκίνος της ουροδόχου κύστης:
- Ριζική κυστεκτομή: Η θεραπεία επιλογής σε ασθενείς με μυοδιηθητικό καρκίνο της ουροδόχου κύστης είναι η ριζική κυστεκτομή. Στο χειρουργείο αυτό αφαιρείται η ουροδόχος κύστη, που περιέχει τον όγκο, μαζί με γειτονικά όργανα (π.χ. προστάτης, σπερματοδόχες κύστεις, μήτρα, κόλπος) και λεμφαδένες. Ο Ουρολόγος, χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές αποκαθιστά μία δίοδο μέσω της οποίας θα αποβάλλονται τα ούρα από το σώμα του ασθενή ακόμα και μετά από την αφαίρεση της ουροδόχου κύστης. Πραγματοποιεί δηλαδή εκτροπή των ούρων.
- Συστηματικές θεραπείες – χημειοθεραπεία, ανοσοθεραπεία:
Ένας ασθενής μπορεί να υποβληθεί σε σχήματα χημειοθεραπείας πριν την κυστεκτομή, ως προεγχειρητική θεραπεία, πράγμα το οποίο αυξάνει την πιθανότητα ο ασθενής να έχει καλύτερη επιβίωση μετά το χειρουργείο .Επίσης, όμως, μπορεί να δεχτεί και σχήματα χημειοθεραπείας, αλλά και ανοσοθεραπείας, μετά την κυστεκτομή, ως συμπληρωματική θεραπεία.
Θεραπεία μεταστατικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης:
Πολλές περιπτώσεις καρκίνων της ουροδόχου κύστης διαγιγνώσκονται σε στάδιο όπου έχουν κάνει ήδη μεταστάσεις σε άλλα όργανα. Ακόμα και σε περιπτώσεις μεταστατικών καρκίνων της ουροδόχου κύστης, θεραπευτική επιλογή είναι η εφαρμογή ενός πλάνου χημειοθεραπείας ή ανοσοθεραπείας, με σκοπό την καλύτερη δυνατή επιβίωση για τον ασθενή.
Παρακολούθηση – Follow up: Η παρακολούθηση μετά τη θεραπεία, ενός ασθενούς με καρκίνο στην ουροδόχο κύστη, πραγματοποιείται με σκοπό την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση μίας υποτροπής ή προόδου της νόσου. Επομένως, η σημασία του follow up είναι εξίσου σημαντική με αυτή της αρχικής θεραπείας.